- φιλανδρίᾳ
- φιλανδρίαι , φιλανδρίαlove for a husbandfem nom/voc plφιλανδρίᾱͅ , φιλανδρίαlove for a husbandfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φιλανδρία — φιλανδρίᾱ , φιλανδρία love for a husband fem nom/voc/acc dual φιλανδρίᾱ , φιλανδρία love for a husband fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανδρία — ἡ, Α [φίλανδρος] 1. η αγάπη προς τον άνδρα, προς τον σύζυγο («οἰκουρίαν γυναικὸς καὶ φιλανδρίαν», Γρηγ. Ναζ.) 2. η υπερβολική επιθυμία για ερωτική επαφή με άνδρα 3. συζυγική ζήλεια … Dictionary of Greek
φιλανδρίας — φιλανδρίᾱς , φιλανδρία love for a husband fem acc pl φιλανδρίᾱς , φιλανδρία love for a husband fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανδρίαι — φιλανδρία love for a husband fem nom/voc pl φιλανδρίᾱͅ , φιλανδρία love for a husband fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φιλανδρίαν — φιλανδρίᾱν , φιλανδρία love for a husband fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φίλανδρος — η, ο / φίλανδρος, ον, ΝΜΑ (για γυναίκα) α) αυτή που αγαπά τον άνδρα της, τον σύζυγό της β) (με κακή σημ.) αυτή που τής αρέσουν πολύ οι άνδρες, ανδρομανής («γυναῑκες φίλανδροί τε καὶ μοιχεύτριαι», Πλάτ.) νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο φίλανδρος ζωολ.… … Dictionary of Greek
ԱՅՐԱՍԻՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0098 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 12c գ. φιλανδρία amor mariti *Այրասիրութեանն առաւելութիւն ( ʼի Սառա): Զարմացեալ ընդ կնոջն այրասիրութիւնն. Փիլ. լին. եւ Իմաստն: *Ունին ասել խրատս զայրասիրութեան, որդեսիրութեան. Ոսկ.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)